- φιλεταίρειος
- -ον, Α [Φιλέταιρος]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Φιλέταιρο, ηγεμόνα τής Περγάμου και ιδρυτή τής δυναστείας τών Ατταλιδών2. το αρσ. ως ουσ. ὁ φιλεταίρειος·(ενν. μήν) ονομασία ενός μήνα στην Πέργαμο3. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλεταίρειον(ενν. ἀργύριον) θησαυρός αφιερωμένος από τον Φιλέταιρο4. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ φιλεταίρειαεορτή προς τιμήν τού Φιλεταίρου5. φρ. «φιλεταίρειος πούς» — μετρικός πόδας που περιέχει 16 δακτύλους.
Dictionary of Greek. 2013.